Ξημέρωσε η
24 Δεκεμβρίου ναι ήταν παραμονή Χριστουγέννων
Από πολύ νωρίς τα σπίτια δέχονταν τους μικρούς επισκέπτες που υπό τον ήχο των τριγώνων τους τραγουδούσαν τα κάλαντα "καλήν εσπέρα άρχοντες…"
Από πολύ νωρίς τα σπίτια δέχονταν τους μικρούς επισκέπτες που υπό τον ήχο των τριγώνων τους τραγουδούσαν τα κάλαντα "καλήν εσπέρα άρχοντες…"
Η κίνηση
στους δρόμους είχε αρχίσει να αυξάνεται, άλλοι βιαστικοί γιατί έτρεχαν να πάνε
στις δουλειές τους, άλλοι πιο νωχελικά έβγαιναν να κάνουν τα τελευταία ψώνια
τους να αγοράσουν δωράκια για τους οικείους τους αλλά και για να ετοιμάσουν το
χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Βιτρίνες πολύχρωμα στολισμένες, οι πωλητές έτοιμοι να υποδεχθούν τους πελάτες τους
Βιτρίνες πολύχρωμα στολισμένες, οι πωλητές έτοιμοι να υποδεχθούν τους πελάτες τους
Σε κάποιο
σημείο του δρόμου στεκόταν ένας άνδρας φανερά προβληματισμένος, πλησίασα κοντά
με τρόπο, αναστέναζε και κάπου κάπου μονολογούσε
Που θα πάει
θα περάσουν ήταν οι κουβέντα που έλεγε. Παραξενεύτηκα τι ήθελε να πει άραγε με
αυτό;
Τον άκουσα
δυο τρεις φορές να το λέει. Τον πλησίασα αρκετά κοντά και κομπιάζοντας τον
ρώτησα αν ήθελε κάποια βοήθεια. Με κοίταξε με βλέμμα απορίας για μερικά
δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν ώρες. Κάποια στιγμή μου λέει όχι σε ευχαριστώ δεν
χρειάζομαι κάτι δεν χρειάζομαι κάτι ευκαιριακό. Απόρησα τον ρώτησα τι ήταν αυτό
που μονολογούσε και τι ήθελε να πει με την λέξη ευκαιριακό
Με ύφος
ελαφρά πειραγμένο μου απάντησε έχεις όρεξη για κουβέντα το κακό είναι όμως ότι έχω
και εγώ θέλω να μιλήσω με κάποιον
Τον ρώτησα
δεν έχεις κανέναν είσαι μονός σου; είμαι μου απάντησε, εδώ και αρκετά χρόνια με
έχουν ξεχάσει όλοι. Όταν έρχονται οι γιορτές αισθάνομαι ακόμα περισσότερο μόνος
και παρακαλώ να περάσουν γρήγορα
Του είπα αν ήθελε να καθησουμε σε ένα καφέ που ήταν λίγο παρακάτω και να μιλούσαμε και δέχτηκε, Δεν
έχω οικονομικό πρόβλημα μου είπε αλλά είμαι και πολύ φτωχός, ρώτησα τι ήθελε να
πει με αυτό; δεν έχω κανέναν να μοιραστώ τίποτα μου απάντησε και όσοι με
πλησίασαν κάτι ήθελαν, πολλές φορές αναγκάστηκα να αγοράσω παρέα και μην πάει το
μυαλό σου στο πονηρό μου είπε αναγκάστηκα να κάνω παρέα με άτομα άδεια και να
πληρώνω ώστε να ξεφεύγω και εγώ λίγο.
Δεν είχες
ποτέ σου οικογένεια τον ρώτησα
Ναι είχα, αλλά όλοι με εγκατέλειψαν δεν ήμουν κακός άνθρωπος, όμως είχα ένα κακό ελάττωμα
δούλευα πολύ πάρα πολύ ήθελα να έχω εξασφαλισμένη μια καλή ζωή για τα παιδιά
μου αλλά και για μένα και την γυναίκα μου. Εκανα λεφτά όμως δεν ήμουν κοντά στην
οικογένειά μου όταν με χρειαζόταν, δεν είχα φίλους νόμιζα ότι ήταν όλοι
συμφεροντολόγοι δυστυχώς για μένα. Τώρα αισθάνομαι σαν τον Σκρουτζ που ήταν
μόνος του και είχε λεφτά, λεφτά που δεν ήταν σε θέση να του προσφέρουν πέρα από
τα υλικά αγαθά τίποτα παραπάνω
Δεν πειράζει
όμως συνήθισα πια. Τον ρώτησα πόσο χρόνων είναι, ήταν λίγο πάνω από τα 50 μου
είπε αλλά αισθάνομαι σαν να είμαι 80 και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να είχα
έναν άνθρωπο δίπλα μου να με νοιάζεται, τι δεν θα έδινα να ήμουν πάλι με την
οικογένειά μου, αλλά αυτό είναι αδύνατον όλοι είναι πολύ μακριά στο εξωτερικό
και όταν επιχείρησα να τους πλησιάσω δεν με δέχτηκαν
Ήθελα να του
απαλύνω τον πόνο αλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Του είπα ότι ποτέ δεν είναι αργά να
κάνει μια νέα αρχή, να ανοιχτεί περισσότερο να έχει περίσσευμα αισθημάτων και να
σταματήσει να είναι μίζερος. Τον ρώτησα τι θα έκανε την ημέρα των Χριστουγέννων
αν θα πήγαινε κάπου για φαγητό η θα ήταν μόνος του τελείως στο σπίτι του.
Μου απάντησε
ότι δεν είχε τίποτα να κάνει δεν ήθελε να βγαίνει έξω δεν μπορούσε να
αντικρύζει τον κόσμο που ήταν με τις οικογένειές του, νόμιζε ότι όλοι ήξεραν το
πρόβλημά του και θα τον λυπόντουσαν.
Τον
προσκάλεσα να έρθει στο σπίτι μου να περάσουμε αυτή την ημέρα παρέα άρχισα να
νοιώθω ότι έπρεπε να του δώσω λίγη χαρά. Με κοίταξε ξανά με το βλέμμα τις
απορίας, μα πως μου λέει ούτε καν έχουμε συστηθεί μου απάντησε με ξέρεις λίγα
λεπτά μόνο η οικογένειά σου δεν με γνωρίζει.
Του απάντησα
ότι τον ήξερα πολλά χρόνια απόρησε εγώ δεν σε θυμάμαι μου είπε
Του είπα ότι
δεν είχα παιδιά ήμουν εγώ και η γυναίκα μου μόνο
Ξημέρωσε
Χριστούγεννα Ο δρόμος ήσυχος την προηγούμενη νύχτα είχαν ξενυχτήσει φαίνεται
και κοιμόντουσαν ακόμα
Το
προηγούμενο βράδυ είχα συζητήσει με την γυναίκα μου τι είχε συμβεί ότι τον
προσκάλεσα να φάμε μαζί και βρήκε την ιδέα καλή.
Πλησίαζε το
μεσημέρι ετοιμασίες στο σπίτι και είχε έρθει και ένα φιλικό ζευγάρι που θα
είμασταν παρέα στο τραπέζι
Περίπου στην
μια και τέταρτο ήρθε και ο νέος μου φίλος ο Αντώνης κρατώντας και ένα πολύ
ακριβό μπουκάλι κρασί. Καθίσαμε στο τραπέζι και συζητούσαμε διάφορα θέματα από
πολιτική μέχρι τι γίνεται στο διάστημα.
Κάποια
στιγμή χτύπησε η πόρτα ήταν ακόμα δύο φίλες τις γυναίκας μου που θα μας έκαναν
παρέα γνωριστήκαν και με τους υπόλοιπους φίλους και έκατσαν στο τραπέζι. Η
Αναστασία μια εντυπωσιακή κυρία χωρισμένη χωρίς υποχρεώσεις κοίταζε τον Αντώνη
με επιμονή είδα να αστράφτει το βλέμμα της όταν του μίλησε όπως είδα ότι και ο
Αντώνης έδειχνε εντυπωσιασμένος
Κάποια
στιγμή αφού είχε προχωρήσει η κουβέντα τρώγοντας και πίνοντας με ρώτησε ο
Αντώνης από πού τον γνώριζα και μάλιστα πολλά χρόνια.
Σε γνώριζα
Αντώνη του είπα όχι ακριβώς εσένα αλλά εμένα ήμουν ακριβώς το ίδιο όπως εσύ
ώσπου σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι που έτυχε να με καλέσει κάποιος άγνωστός
μου, γνώρισα την γυναίκα μου
Σήμερα
ανταποδίδω το τραπέζι
Ν.Π
